- αὐλητρίδιον
- αὐλ-ητρίδιον, τό, Dim. of sq., Theopomp.Hist.205, Com.Adesp.25.34D., D.L.7.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυλητρίδιον — αὐλητρίδιον, το (Α) νεαρή αυλητρίδα … Dictionary of Greek
αὐλητρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητριδίοις — αὐλητρίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητριδίου — αὐλητρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)